h1

ΒΙΒΛΙΟ – ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗΣ – ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΟΒΑΙΟΣ

27/04/2013

.

ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗΣ

.

.

ΜΕΡΟΣ Β’

ΙΩΑΝΝΗΣ  ΣΤΟΒΑΙΟΣ

Εκλογές, Αποφθέγματα, Υποθήκες

Βιβλίο Τρίτο

Κεφάλαιο Πρώτο

Συνέχεια ἀπὸ τὸ πρῶτο μέρος

 

Περί Αρετής

 

  

 

Εισαγωγή, μετάφραση

 και παραρτήματα:

Αθανάσιος Α. Τσακνάκης

Φιλόλογος – Θεολόγος

Θεσσαλονίκη  2006

.

.

< Ἡ φτώχεια δὲν ἀπεργάζεται τὴν λύπη, ἀλλὰ ἡ ἐπιθυμία, οὔτε ὁ πλοῦτος μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὸν φόβο, ἀλλὰ ὁ συλλογισμὸς. Ἄν, λοιπὸν, ἀποκτήσεις συλλογισμὸ, οὔτε τὸν πλοῦτο θὰ ἐπιθυμήσεις οὔτε τὴν φτώχεια θὰ μεμφθεῖς.>.

.

.

.

.

101. Αριστόξενος – Πυθαγορικές αποφάσεις.

Έλεγε ότι η αληθινή φιλοκαλία βρίσκεται στα επιτηδεύματα και στις γνώσεις, διότι η αγάπη και η στοργή υπάρχει στις καλές συνήθειες και στα επιτηδεύματα. Επιπλέον, αληθινά φιλόκαλες είναι οι ωραίες κ’ ευσχήμονες γνώσεις κ’ εμπειρίες, ενώ εκείνη, που οι πολλοί ονομάζουν φιλοκαλία – όπως αυτή που εμφανίζεται γιά τ’ αναγκαία και τα χρήσιμα τού βίου – αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, λάφυρο τής αληθινής φιλοκαλίας.

102. Επίκτητος – Εγχειρίδιο.

Σε πολλές περιπτώσεις ν’ αποφεύγεις και το γέλιο και την παρακίνηση προς το γέλιο, επειδή αυτή η περιοχή διολισθαίνει προς την απλοϊκότητα, και συνάμα είναι ικανή να χαλαρώσει και να διαφθείρει την αιδημοσύνη των πλησίον σου προς εσένα. Υπάρχει, όμως, και άλλη επικίνδυνη περιοχή σ’ αυτές τις χαλαρώσεις: το να παρασύρεις εύκολα τον πλησίον σου προς την αισχρολογία. Όταν, λοιπόν, συμβεί κάτι τέτοιο, αν έχεις την ευκαιρία, επίπληξε εκείνον που περιέπεσε σ’ αισχρολογία. Αν, πάλι, τα πρόσωπα είναι τέτοια, που να μην δίνουν την κατάλληλη ευκαιρία, σιωπώντας και σκυθρωπιάζοντας κ’ ερυθριάζοντας δήλωσε ότι δυσαρεστήθηκες μ’ αυτά τα λόγια.

103. Ευσέβιος.

Ας μην γινόμουν εχθρός κανενός, αλλά φίλος τού παντοτινά σταθερού. Ποτέ ας μην είχα διενέξεις με τους πολύ οικείους μου, και αν είχα, ας συμφιλιωνόμουν το ταχύτερο. Ας μην επιβουλευόμουν κανέναν, και αν με επιβουλεύονταν, ας διέφευγα χωρίς να πάθαινα τίποτε και χωρίς ν’ αναγκαζόμουν να διαπράξω κάτι ανεπανόρθωτο. Ας συγκρατούσα την οργή μου. Ας αγαπούσα και ας επιθυμούσα και ας μου τύχαιναν μόνον τα καλά, ενώ γιά τ’ αντίθετα, ποτέ ας μην αστοχούσα στην επιθυμία μου, ώστε μετά να ευχόμουν την κακοπάθεια. Ας επιθυμούσα να ευτυχούν όλοι και ας μην φθονούσα κανέναν ευτυχισμένο. Ποτέ, κανείς απ’ όσους θεωρούνται παράλογα ευτυχισμένοι ας μην μου προκαλούσε έκπληξη ή δυσαρέσκεια. Γιατί να φθονήσω κάτι που δίνει η τύχη; Ας μ’ εύφραιναν οι φίλοι και όσοι επάξια ευτυχούν. Ποτέ ας μην ευχαριστιόμουν γιά κάποιον που με δική του πρωτοβουλία θα μου φερόταν εχθρικά και μετά θα δυστυχούσε. Ποτέ ας μην συγχωρούσα τον εαυτό μου εάν γινόμουν αιτία κακού γιά κάποιον. Εάν κάποτε από αμέλεια έκανα κάποιο λάθος λέγοντας ή κάνοντας κάτι, ας μην περίμενα εκείνους που θα μ’ έψεγαν ή θα μ’ επέπλητταν, αλλά ο ίδιος ας έψεγα τον εαυτό μου μέχρι να διορθωθώ. Ας γνώριζα πώς να υποφέρω γενναία όσα μου συμβαίνουν, και ας δεχόμουν τα μέτρια όπως είναι από την φύση τους, ενώ τα υπερβολικά χωρίς να τους προσθέτω και δικό μου βάρος. Ας γνώριζα πώς ν’ αντιμετώπιζα με σωφροσύνη την ευτυχία και ποτέ ας μην υψωνόμουν σε άλογη υπερηφάνεια εξαιτίας τής ευημερίας μου. Ας θεωρούσα πλούτο το βιός που είναι αρκετό γιά τον σώφρονα άνθρωπο. Ποτέ ας μην είχα άπαυστη και ακόρεστη επιθυμία χρημάτων και ας ήθελα μόνον τα μαθήματα που πρέπει να ωφελούν την ψυχή. Ας κέρδιζα την νίκη που θα ήταν αβλαβής και γιά ’μένα και γιά τον συνομιλητή μου. Ας προφυλασσόμουν από την παράκαιρη επίδειξη φιλοδοξίας ενώπιον των φίλων μου και κατά την διάρκεια των συζητήσεών μου. Ποτέ ας μην ασπαζόμουν την έριδα ώστε, σε αντίθεση με την άποψή μου, να θέλω να νικώ στις συζητήσεις. Ποτέ ας μην παρασυρόμουν και – βλάπτοντας την αλήθεια, σε αντίθεση με όσα γνωρίζω – φιλονικούσα με τον συνομιλητή μου επιδεικνύοντας παραλογισμό. Πάντοτε ας ήμουν σύμμαχος των λόγων που συνιστούν την αλήθεια. Ποτέ ας μην έκανα σκέψεις γι’ ακόλαστες επιθυμίες. Πάντοτε ας συναναστρεφόμουν τους σώφρονες και πάντοτε ας είχα την δυνατότητα να συνδιαλέγομαι μ’ εκείνους, από τους οποίους – όταν απομακρυνθώ – κάτι σωστό θα έχω λάβει οπωσδήποτε. Ποτέ ας μην παρασυρόμουν και διέπραττα αδίκημα εξαιτίας τού κέρδους. Ας είχα φίλους μου ξεχωριστούς ανθρώπους. Ας βοηθούσα – όταν θα είχα την δυνατότητα – τους φίλους μου και όσους έχουν ανάγκη. Ποτέ ας μην εγκατέλειπα όσους φίλους θα βρίσκονταν σε κίνδυνο, εάν μπορούσα να τους ωφελήσω. Ας ήμουν πρόθυμος να συμβάλλω στην επανόρθωση των φίλων μου από συμφορές, με όποιον τρόπο μπορώ. Ας ελάφρωνα με ήπιους και παρηγορητικούς λόγους τις θλίψεις των λυπημένων, παραστέκοντάς τους. Ας ήξερα να σέβομαι τον εαυτό μου. Ας ήμουν εξασκημένος στην φιλομάθεια έναντι των ωραίων πραγμάτων. Ας μην ζητούσα τα περιττά, αλλά όσα θα μ’ έκαναν άριστο και όσα θα με ωφελούσαν αν τα μάθαινα. Ας τιμούσα τους Θεούς και κατά τους νόμους τής πόλης και με προσωπική φροντίδα που θα πήγαζε από ευσεβή νου. Πάντοτε ας εξημέρωνα τον θυμό που θ’ αγρίευε μέσα μου. Ας συνήθιζα τον εαυτό μου να ήταν ευμενής και να μην ήταν δύστροπος έναντι των πραγμάτων. Ας μην μ’ ενδιέφερε ποιός είναι πονηρός και τι έχει γίνει στον καθένα απ’ αυτούς. Ας γνώριζα τους αγαθούς, και αυτούς ας αναζητούσα. Ας μην όφειλα τίποτε σε κανέναν και – αν κάποτε αναγκαστικά βρισκόμουν σε τέτοια κατάσταση – ας γινόταν να μπορούσα γρήγορα ν’ απελευθερωθώ από το χρέος. Ας επαινούσα χωρίς φθόνο τους αγαθούς και ας αποστρεφόμουν την φιλόψογη γλώσσα γιά κάθε άνθρωπο. Ας ήξερα να σιωπώ εκεί που αυτό είναι το καλύτερο.

104. Σωκράτης.

Ούτε το πλοίο πρέπει να προσορμίζεται με μία μικρή άγκυρα, ούτε ο βίος με μία ελπίδα.

105. Αρχύτας Πυθαγόρειος – Περί ηθικής παιδεύσεως.

Ισχυρίζομαι ότι η αρετή είναι ικανή να οδηγήσει προς την μη κακοδαιμονία, και η κακία προς την μη ευδαιμονία, εάν κρίνουμε αυτές τις καταστάσεις. Ο κακός κατ’ ανάγκη πάντοτε κακοδαιμονεί, είτε κατέχει υλικά αγαθά (διότι τα χρησιμοποιεί κακώς) είτε τού λείπουν, όπως και ο τυφλός […] είτε υπάρχει φως και ορατή λαμπρότητα είτε βρίσκεται στο σκοτάδι. Ο αγαθός, πάλι, δεν ευδαιμονεί πάντοτε, γιατί ευδαιμονία δεν είναι η απόκτηση τής αρετής, αλλά η χρήση της, αφού ούτε όποιος έχει όραση βλέπει πάντοτε, διότι δεν βλέπει όταν δεν υπάρχει φως. Δύο οδοί ανοίγονται στον βίο: η μία σκυθρωπότερη, και την βάδισε ο ταλαίπωρος Οδυσσεύς, και η άλλη φωτεινότερη, και την περπάτησε ο Νέστωρ. Ισχυρίζομαι ότι η αρετή επιθυμεί την δεύτερη οδό, αλλά υπομένει και την πρώτη. Η φύση, όμως, διακηρύσσει ότι η ευδαιμονία είναι επιθυμητός κ’ ευσταθής βίος επειδή εκτελούνται οι αποφάσεις μας ώστε – γιά όσα κάποιος δεν θέλει να εισέλθουν στον βίο του – δεν είναι, βέβαια, ευδαίμων, αλλά οπωσδήποτε δεν είναι κακοδαίμων.

106. Αρχύτας Πυθαγόρειος – Περί ηθικής παιδεύσεως.

Ας μην τολμούν, λοιπόν, να λένε ότι ο αγαθός δεν προσβάλλεται από νόσους και πόνους, ούτε να έχουν την θρασύτητα να λένε ότι είναι άλυπος διότι, όπως αφήνουμε στο σώμα κάποιους πόνους, έτσι αφήνουμε και οδύνες στην ψυχή. Ωστόσο, οι λύπες των αφρόνων είναι αστόχαστες, ενώ των φρονίμων φτάνουν μέχρι εκείνο τον βαθμό που επιτρέπει ο λόγος, ο οποίος καθορίζει τα πράγματα. Και η καύχηση γιά την απάθειά τους, όμως, εκδιώκει την ευγένεια τής αρετής, εάν αντιμετωπίζει τον θάνατο, τον πόνο και την φτώχεια ως αδιάφορα και όχι ως κακά, διότι εύκολα αντιμετωπίζονται τα μη κακά. Οφείλουμε, λοιπόν, ν’ ασκούμαστε στην πορεία προς την μετριοπάθεια, ώστε εξίσου ν’ αποφεύγουμε και την αναλγησία και την εμπάθεια, χωρίς να μιλούμε κατά τρόπο ανώτερο τής δικής μας φύσης.

107. Αρχύτας Πυθαγόρειος – Περί ανδρός αγαθού κ’ ευδαίμονος.

Πρώτα, λοιπόν, αυτό πρέπει να γνωρίζουμε: ότι ο αγαθός άνδρας κατ’ ανάγκη δεν γίνεται αμέσως ευδαίμων, ενώ ο ευδαίμων άνδρας είναι και αγαθός, γιατί ο ευδαίμων προέρχεται και από τον αξιέπαινο και από τον αξιομακάριστο, ενώ ο αγαθός άνδρας μόνον από τον αξιέπαινο, και ο έπαινος αποδίδεται εξαιτίας τής αρετής, ενώ ο μακαρισμός εξαιτίας τής ευτυχίας. Ο αγαθός άνδρας, πάλι, γίνεται τέτοιος εξαιτίας των αγαθών τής αρετής, ενώ ο ευδαίμων και εξαιτίας των αγαθών τής τύχης. Από τον αγαθό άνδρα δεν αφαιρείται η αρετή, ενώ από τον ευδαίμονα ενίοτε αφαιρείται η ευδαιμονία, γιατί η δύναμη τής αρετής δεν είναι εξαρτημένη, ενώ τής ευδαιμονίας είναι, αφού οι μακροχρόνιες αρρώστιες τού σώματος και οι αναπηρίες των αισθητήριων οργάνων απομαραίνουν την ακμή τής ευδαιμονίας.

108. Αρχύτας Πυθαγόρειος – Περί ανδρός αγαθού κ’ ευδαίμονος.

Ο Θεός διαφέρει από τον αγαθό άνθρωπο, διότι ο Θεός έχει όχι μόνον καθαρή και αποσταγμένη από κάθε θνητό πάθος την αρετή, αλλά έχει και την δύναμή της ακατάβλητη και ανεξάρτητη, σαν την σεμνότητα και την μεγαλοπρέπεια των αιώνιων έργων. Ο άνθρωπος, όμως, όχι μόνον έχει μειωμένη αρετή, λόγω τής κατάστασης τής θνητής φύσης του, αλλά ενίοτε αδυνατεί να γίνει παναληθώς και στο έπακρο αγαθός, λόγω τού άπειρου πλήθους των αγαθών και λόγω τής ισχυρής συνήθειας, τής μοχθηρής φύσης και άλλων, πολλών αιτιών.

109. Αρχύτας Πυθαγόρειος – Περί ανδρός αγαθού κ’ ευδαίμονος.

Θεωρώ ότι αγαθός είναι εκείνος ο άνδρας, που καλά χειρίζεται τα μεγάλα πράγματα και τις περιστάσεις. Αυτός θα ήταν ο άνδρας που δύναται ν’ αντιμετωπίσει σωστά την ευτυχία, αλλά και την ατυχία, που γίνεται αντάξιος των περιστάσεων στα καλά και στα τίμια, και που – όταν η τύχη μεταβληθεί – καλοδέχεται την κατάστασή του. Εάν, πάλι, πρέπει να εκφραστώ σύντομα και περιληπτικά, αυτός είναι ο άνδρας που καλά αγωνίζεται στις περιστάσεις που του εμφανίζονται, και δεν παρουσιάζει έτσι μόνον τον εαυτό του, αλλά και όσους τον εμπιστεύονται και είναι συναγωνιστές του.

110. Αρχύτας Πυθαγόρειος – Περί ανδρός αγαθού κ’ ευδαίμονος.

Από τ’ αγαθά, λοιπόν, άλλα επιλέγονται γι’ αυτά καθαυτά, και όχι γιά κάτι άλλο, ενώ άλλα γιά κάτι άλλο, και όχι γι’ αυτά καθαυτά. Υπάρχει, όμως, και άλλο, τρίτο είδος αγαθών, το οποίο επιλέγεται και γι’ αυτό καθαυτό και γιά κάτι άλλο. Ποιά είναι, λοιπόν, εκείνα τ’ αγαθά, τα οποία εκ φύσεως επιλέγουμε γι’ αυτά καθαυτά, και όχι γιά κάτι άλλο; Φαίνεται ότι τέτοια είναι η ευδαιμονία, γιατί εξαιτίας της επιλέγουμε τ’ άλλα αγαθά, αλλ’ αυτή καθαυτήν δεν την επιλέγουμε εξαιτίας κάποιου άλλου. Ποιά, επίσης, είναι εκείνα, που τα επιλέγουμε γιά κάτι άλλο, και όχι γι’ αυτά καθαυτά; Είναι πρόδηλο ότι τέτοια – σαν τις καταπονήσεις τού σώματος και τις γυμναστικές ασκήσεις και τις εντριβές γιά ευεξία, τις αναγνώσεις και τις μελέτες και τις ενασχολήσεις με τα ωραία και τις αρετές – είναι τα ωφέλιμα και όσα δημιουργούν την προεπιλογή των αγαθών, αυτά που γίνονται αίτια των άλλων. Ποιά, τέλος, είναι εκείνα που επιλέγονται και γι’ αυτά καθαυτά και γιά κάτι άλλο; […] Όπως οι αρετές και ο εθισμός σ’ αυτές και οι προαιρέσεις και οι πράξεις και όλα όσα εμπεριέχουν την ουσία τού ωραίου. Εκείνο, λοιπόν, που επιλέγεται γι’ αυτό καθαυτό, και όχι γιά κάτι άλλο, είναι αγαθό μοναδικό και ένα, ενώ εκείνο που επιλέγεται γι’ αυτό καθαυτό και γιά κάτι άλλο, διαιρείται στα τρία, και το πρώτο μέρος του σχετίζεται με την ψυχή, το δεύτερο με το σώμα, και το τρίτο με τα εκτός. Με την ψυχή σχετίζονται οι ψυχικές αρετές, με το σώμα οι σωματικές, κ’ εκτός βρίσκονται οι φίλοι, η δόξα, η τιμή και ο πλούτος. Σε παρόμοια κατάσταση βρίσκεται κ’ εκείνο που επιλέγεται γιά κάτι άλλο, διότι το πρώτο μέρος του είναι όσα δημιουργούν τα ψυχικά αγαθά, το δεύτερο όσα δημιουργούν τα σωματικά, και το τρίτο όσα δημιουργούν τα εκτός, τα αίτια τού πλούτου και τής δόξας και τής τιμής και τής φιλίας. Ότι η αρετή συμβαίνει να επιλέγεται γι’ αυτή καθαυτήν, είναι πρόδηλο από τα εξής: αν όσα είναι εκ φύσεως κατώτερα – αναφέρομαι στα σωματικά αγαθά – επιλέγονται γι’ αυτά καθαυτά, ενώ η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα, τότε είναι φανερό ότι και τα ψυχικά αγαθά τ’ αγαπούμε γι’ αυτά καθαυτά, και όχι γιά τ’ αποτελέσματά τους.

111. Αρχύτας Πυθαγόρειος – Περί ανδρός αγαθού κ’ ευδαίμονος.

Ο αγαθός άνδρας, λοιπόν, έτσι διάκειται προς την ευτυχία, όπως ακριβώς και αυτός που έχει όμορφο και ρωμαλέο σώμα, διότι κ’ εκείνος μπορεί να υπομένει και την ζέστη και το ψύχος, και να σηκώνει μεγάλο βάρος και να υπομένει με ευχέρεια πολλές άλλες κακοπάθειες.

112. Αρχύτας Πυθαγόρειος – Περί ανδρός αγαθού κ’ ευδαίμονος.

Τρεις είναι οι περιστάσεις τού ανθρώπινου βίου: η ευτυχής, η ατυχής και η μεταξύ αυτών. Αφού, λοιπόν, αγαθός άνδρας είναι αυτός που έχει και χρησιμοποιεί την αρετή, την χρησιμοποιεί και στις τρεις περιστάσεις, δηλαδή και στην ατυχία και στην ευτυχία και στην μεταξύ αυτών. Στην ατυχία, λοιπόν, είναι κακοδαίμων, στην ευτυχία είναι ευδαίμων, και στην μεταξύ αυτών είναι μη ευδαίμων. Άρα, είναι φανερό ότι η ευδαιμονία δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η χρήση τής αρετής κατά την ευτυχία. Εδώ, λοιπόν, αναφερόμαστε στην ευδαιμονία τού ανθρώπου, αλλά ο άνθρωπος δεν είναι μόνον ψυχή, αλλά και σώμα, αφού εκείνο, που αποτελείται από αμφότερα, είναι ζωντανό, και από τέτοια στοιχεία αποτελείται ο άνθρωπος διότι, εάν εκ φύσεως το σώμα είναι όργανο τής ψυχής, τότε μέρος τού ανθρώπου είναι και το σώμα και η ψυχή. Γι’ αυτό, κάποια αγαθά ανήκουν στον άνθρωπο και κάποια άλλα στα μέρη του. Αγαθό τού ανθρώπου είναι η ευδαιμονία. Όσον αφορά τα μέρη τού ανθρώπου, στην ψυχή του ανήκει η φρόνηση, η ανδρεία, η δικαιοσύνη και η σωφροσύνη, ενώ στο σώμα του το κάλλος, η υγεία, η ευεξία και η καλή κατάσταση των αισθήσεων. Τα εξωτερικά αγαθά, δηλαδή ο πλούτος και η δόξα και η τιμή και η ευγενής καταγωγή, είναι εκ φύσεως επιγεννήματα τού ανθρώπου και συνακόλουθα των αγαθών που εκ φύσεως προϋπήρξαν. Τα κατώτερα αγαθά είναι δορυφόροι των ανωτέρων. Η φιλία και η δόξα και ο πλούτος είναι δορυφόροι τού σώματος και τής ψυχής, η υγεία και η ισχύς και η καλή κατάσταση των αισθήσεων είναι δορυφόροι τής ψυχής, η φρόνηση και η ανδρεία και η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη είναι δορυφόροι τού νου τής ψυχής, και ο νους είναι δορυφόρος τού Θεού, διότι ο νους είναι ο ανώτερος και ο ηγεμόνας και γιά χάρη του πρέπει να υπάρχουν και τ’ άλλα αγαθά, διότι τού στρατεύματος ηγέτης είναι ο στρατηγός, των πλεόντων ο κυβερνήτης, τού κόσμου ο Θεός, τής ψυχής ο νους, και τής ευδαιμονίας τού βίου είναι η φρόνηση. Η φρόνηση δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η επιστήμη τής ευδαιμονίας τού βίου ή η επιστήμη των εκ φύσεως αγαθών τού ανθρώπου.

113. Αρχύτας Πυθαγόρειος – Περί ανδρός αγαθού κ’ ευδαίμονος.

Τού Θεού είναι η ευδαιμονία και ο άριστος βίος, ενώ στον άνθρωπο αυτά ανακύπτουν από την επιστήμη και την αρετή και – τρίτο – από την συσσωμάτωση τής ευτυχίας. Επιστήμη ονομάζω την σοφία την σχετική με τα θεϊκά και τα δαιμονικά, αλλά και την φρόνηση την σχετική με τ’ ανθρώπινα και τον βίο, διότι επιστήμες πρέπει να ονομάζουμε τις αρετές που κάνουν χρήση των λόγων και των αποδείξεων. Αρετή ονομάζω την ηθική και καλύτερη συνήθεια τού άλογου μέρους τής ψυχής, σύμφωνα με την οποία λεγόμαστε ότι είμαστε κάποιοι ως προς το ήθος, όπως γενναιόδωροι, δίκαιοι και σώφρονες. Ευτυχία ονομάζω την άσχετη προς τον λόγο παρουσία των αγαθών, η οποία προκύπτει, αλλά όχι εξαιτίας του. Η αρετή και η επιστήμη, λοιπόν, εξαρτώνται από εμάς, ενώ η ευτυχία δεν εξαρτάται από εμάς. Η ευδαιμονία ενυπάρχει στην θεωρητική και στην πρακτική εφαρμογή των ωραίων πραγμάτων. Επειδή, όμως, η θεωρητική και η πρακτική εφαρμογή είναι δύσκολες, επιφέρουν την δράση και την ανάγκη και, όταν ευοδώνονται, την εξέλιξη τού βίου και την ευδαιμονία. Αυτά γίνονται σε περίοδο ευτυχίας. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η ευδαιμονία δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η χρήση τής αρετής σε περίοδο ευτυχίας.

114. Αρχύτας Πυθαγόρειος – Περί ανδρός αγαθού κ’ ευδαίμονος.

Επειδή, λοιπόν, ευδαιμονία είναι η χρήση τής αρετής σε περίοδο ευτυχίας, ας μιλήσουμε γιά την αρετή και την ευτυχία, και πρώτα γιά την ευτυχία. Από τα αγαθά, ορισμένα – όπως η αρετή – δεν επιδέχονται την υπερβολή, διότι δεν υπάρχει κάποια υπερβολική αρετή ούτε κάποιος υπερβολικά αγαθός, αφού η αρετή έχει ως στάθμη της το σωστό, και η ίδια είναι η συνήθεια τής εφαρμογής τού σωστού στις πράξεις, ενώ η ευτυχία επιδέχεται και την υπερβολή και την μείωση και, όταν αγγίζει την υπερβολή, γεννά κάποιες κακίες και στρέφει τον άνθρωπο έξω από την κατά φύση συνήθειά του, ώστε πολλές φορές ο άνθρωπος αντιβαίνει και στην σύσταση τής αρετής. Αυτό δεν το κάνει μόνον η ευτυχία, αλλά και άλλες, περισσότερες αιτίες. Ποτέ δεν πρέπει να μένουμε έκθαμβοι μ’ εκείνους που είναι αλαζόνες εξαιτίας τής αυλητικής ικανότητάς τους, εκείνους που κάποτε εγκατέλειψαν την αλήθεια και με κάποιον ψευδή εντυπωσιασμό ξεσήκωσαν τους άμουσους. Αυτό το γένος δεν βρίσκεται κοντά στην αρετή, αλλά όσο αλαζονικότερο είναι, τόσο αυξάνεται και το γένος που προσποιείται ως προς την αρετή, γιατί πολλά είναι εκείνα που διαστρέφουν την όψη τής αρετής, ένα από τα οποία είναι το γένος αυτών που επιβουλεύονται και προσποιούνται. Και άλλα φυσικά πάθη, που ενίοτε ακολουθούν, κατασκευάζουν εικόνα αντίθετη από την αληθινή διάθεση. Μερικά από αυτά έχουν αναπτυχθεί από τους παλιούς χρόνους εξαιτίας τού εθισμού. Αρκετά αναπτύσσονται εξαιτίας τής εφηβικής και γεροντικής ηλικίας, κ’ εξαιτίας τής ευτυχίας ή και τής ατυχίας, κ’ εξαιτίας ενός μεγάλου πλήθους άλλων τρόπων, ώστε ποτέ δεν πρέπει να μένουμε έκθαμβοι εάν κάποτε τα πάντα κρίνονται ανάποδα, καθώς μεταβάλλεται η αληθινή διάθεση. Όπως ακριβώς και τον τεχνίτη, που θεωρείται ότι είναι άριστος, τον βλέπουμε ν’ αστοχεί στα έργα που αναλαμβάνει, αλλά και τον στρατηγό και τον κυβερνήτη και τον ζωγράφο και – μ’ έναν λόγο – όλους, ωστόσο δεν αρνούμαστε την υπάρχουσα συνήθεια τους, έτσι δεν πρέπει να εντάσσουμε στους κακούς ούτε όποιον κάποτε φέρεται ακόλαστα ή αδικεί ή δειλιάζει. Επίσης, δεν πρέπει να εντάσσουμε στους αγαθούς ούτε όποιον κατορθώνει κάτι αγαθό. Κάποτε, λοιπόν, και στους φαύλους πρέπει ν’ αναγνωρίζεται η επιτυχία, και στους αγαθούς η αστοχία. Η αλάνθαστη κρίση δεν επιτυγχάνεται όταν παρατηρούμε μία περίσταση ή μία χρονική διάρκεια, αλλά ολόκληρο τον βίο, όπως ακριβώς το σώμα βλάπτεται και από την έλλειψη και από την υπερβολή – εκ φύσεως, ωστόσο, η υπερβολή και τα ονομαζόμενα «πλεονάζοντα στοιχεία» προκαλούν μεγαλύτερες νόσους – έτσι και η ψυχή βλάπτεται και από την ευτυχία και από την δυστυχία που άκαιρα εμφανίζονται, όμως και η λεγόμενη «ευτυχία σε όλα» εκ φύσεως προκαλεί μεγαλύτερες νόσους, όπως ακριβώς ο οίνος που μεθά την διάνοια των αγαθών.

115. Μέτωπος Πυθαγόρειος ο Μεταποντίνος – Περί αρετής.

Αρετή τού ανθρώπου είναι η τελειότητα τής φύσης τού ανθρώπου, γιατί καθένα από τα όντα γίνεται τέλειο και έξοχο σύμφωνα με την αρετή τής δικής του φύσης. Αρετή τού ίππου είναι εκείνη που οδηγεί την φύση τού ίππου στο έπακρο, και η ίδια αναλογία ισχύει γιά το καθένα από τα μέρη τής φύσης του. Αρετή των ματιών είναι η οξυδέρκεια. Αυτή είναι το έπακρο τής φύσης των ματιών. Αρετή των αυτιών είναι η οξυηκοΐα. Αυτή είναι το έπακρο τής φύσης των αυτιών. Αρετή των ποδιών είναι η ταχυποδία. Αυτή είναι το έπακρο τής φύσης των ποδιών. Γιά κάθε αρετή είναι αναγκαίο να έχει τρία στοιχεία: λόγο, δύναμη, προαίρεση. Με τον λόγο κρίνει κ’ εξετάζει, με την δύναμη αντέχει κ’ επικρατεί, με την προαίρεση στέργει και αγαπά. Η κρίση και η εξέταση ανήκουν στο διανοητικό μέρος τής ψυχής, η αντοχή και η επικράτηση είναι χαρακτηριστικό τού αλόγου μέρους τής ψυχής, η στοργή και η αγάπη είναι κοινό χαρακτηριστικό και τού διανοητικού και τού αλόγου μέρους τής ψυχής. Η προαίρεση συνίσταται από διάνοια και όρεξη. Η διάνοια προέρχεται από το λογικό μέρος τής ψυχής, και η όρεξη από το άλογο. Το πλήθος όλων των αρετών μπορεί κάποιος να το δει μέσα από τα μέρη τής ψυχής. Ομοίως και την γένεση και την σύσταση τής αρετής. Δύο είναι τα πρώτα μέρη τής ψυχής: το λογιστικό και το άλογο. Με το λογιστικό κρίνουμε κ’ εξετάζουμε, με το άλογο ορμούμε και ορεγόμαστε. Αυτά τα δύο ή συμφωνούν ή διαφωνούν μεταξύ τους. Η διαμάχη και η διαφωνία τους προέρχεται από την υπερβολή και από την έλλειψή τους. Είναι φανερό ότι, όταν το λογιστικό μέρος τής ψυχής επικρατεί επάνω στο άλογο, γεννιέται η καρτερία και η εγκράτεια. Όταν το άλογο μέρος τής ψυχής επικρατεί επάνω στο λογιστικό, γεννιέται η ακράτεια και η μαλθακότητα. Όταν το λογιστικό μέρος οδηγεί και το άλογο έπεται και αμφότερα συμφωνούν μεταξύ τους, αυτό είναι η αρετή. Η καρτερία και η εγκράτεια γεννιούνται με λύπη, αλλά η καρτερία γεννιέται με την αντοχή στην καταπόνηση, η εγκράτεια με την αντοχή στην ηδονή, ενώ η ακράτεια και η μαλθακότητα με την έλλειψη αντοχής και επικράτησης. Γι’ αυτό συμβαίνει ν’ αποφεύγουν οι άνθρωποι τ’ αγαθά εξαιτίας τής λύπης, και να τ’ αποβάλλουν εξαιτίας τής ηδονής. Οι έπαινοι και οι ψόγοι και τα ωραία και τα κακά – όλα όσα σχετίζονται με τον άνθρωπο – γίνονται σ’ αυτά τα μέρη τής ψυχής. Γενικά, η σύσταση τής αρετής γίνεται μ’ αυτόν τον τρόπο. Τα είδη και τα μέρη της θα εξετάζονταν έτσι: επειδή τα μέρη τής ψυχής είναι δύο, το λογιστικό και το άλογο, και με το λογιστικό κρίνουμε κ’ εξετάζουμε, ενώ με το άλογο ορμούμε και ορεγόμαστε, και μέρη τού αλόγου είναι το θυμοειδές και το επιθυμητικό, και το πρώτο, που είναι σαν αμυντικό και υπερασπιστικό των άλλων, ονομάζεται θυμοειδές, ενώ το δεύτερο, που είναι σαν να ορέγεται και να ποθεί την οικεία σύσταση τού σώματος, ονομάζεται επιθυμητικό, τότε είναι φανερό ότι το πλήθος των αρετών και οι διαφορές και οι ιδιότητές τους ακολουθούν κατ’ αναλογία προς αυτά τα μέρη τής ψυχής, διότι αρετή τού λογιστικού μέρους τής ψυχής είναι η φρόνηση, η οποία είναι συνήθεια κριτική κ’ εξεταστική, και αρετή τού θυμοειδούς είναι η ανδρεία, η οποία είναι συνήθεια που αντιμετωπίζει και υποφέρει τα δεινά, και αρετή τού επιθυμητικού είναι η σωφροσύνη, η οποία είναι μετριότητα κ’ εγκράτεια προς τις σωματικές ηδονές, ενώ αρετή όλης τής ψυχής είναι η δικαιοσύνη, γιατί οι άνθρωποι γίνονται φαύλοι εξαιτίας είτε τής κακίας είτε τής ακράτειας είτε τής θηριότητας και αδικούνται μεταξύ τους εξαιτίας είτε τού κέρδους είτε τής ηδονής είτε τής φιλοδοξίας, άρα η κακία είναι συγγενικότερη με το λογιστικό μέρος τής ψυχής, διότι η φρόνηση ταιριάζει με την επινοητικότητα, ενώ η κακία με την πονηριά, αφού η συνήθεια τής πανουργίας από κάπου βρίσκει τρόπο ν’ αδικεί, και η ακράτεια είναι μάλλον συγγενικότερη με το επιθυμητικό, γιατί η εγκράτεια είναι επικράτηση επάνω στην ηδονή, ενώ ακράτεια είναι η ήττα από την ηδονή, και η θηριότητα είναι συγγενικότερη με το θυμοειδές γιατί, όταν κάποιος καταβάλλεται από την επιθυμία γιά κακοποίηση, όχι ως άνθρωπος, αλλά ως θηρίο, αυτό ονομάζεται θηριώδες χαρακτηριστικό. Συνακόλουθα είναι και τ’ αποτελέσματα αυτών των διαθέσεων, εξαιτίας των οποίων γίνονται. Η πλεονεξία προέρχεται από την κακία, και η κακία από το λογιστικό μέρος τής ψυχής. Η φιλοδοξία προέρχεται από το θυμοειδές. Αυτή, όταν εγγίζει την υπερβολή, γεννά την θηριότητα. Η ηδονή, πάλι, βρίσκεται στο επιθυμητικό, και όταν αναζητείται σφοδρότερα, γεννά την ακράτεια. Άρα, αφού η αδικία προέρχεται από τόσες αιτίες, είναι φανερό ότι η δικαιοπραγία προέρχεται από εξίσου τόσες. Εκ φύσεως η αρετή είναι αγαθοποιός κ’ επωφελής, ενώ η κακία κακοποιός και βλαπτική. Επειδή το ένα μέρος τής ψυχής οδηγεί και το άλλο έπεται, οι αρετές και οι κακίες βρίσκονται γύρω απ’ αυτά και μέσα σ’ αυτά. Είναι φανερό ότι άλλες αρετές οδηγούν, άλλες έπονται και άλλες συντίθενται και από τα δύο. Οδηγεί, γιά παράδειγμα, η φρόνηση, κ’ έπεται η ανδρεία και η σωφροσύνη, και σύνθεσή τους είναι η δικαιοσύνη. Τα πάθη είναι η ύλη τής αρετής. Η αρετή βρίσκεται γύρω τους και μέσα τους. Άλλο πάθος είναι εκούσιο και άλλο ακούσιο. Εκούσιο είναι η ηδονή, ακούσιο η λύπη. Αυτά τα επιτείνουν και τα χαλαρώνουν οι άνθρωποι που ζουν σε οργανωμένες κοινωνίες, συναρμόζοντας τ’ άλογα προς τα λογικά μέρη τής ψυχής. Όριο τής συναρμογής είναι να μην εμπόδίζεται ο νους – ούτε από την έλλειψη ούτε από την υπερβολή – ώστε να επιτελεί το δικό του έργο, διότι το χειρότερο έχει ταχθεί παράλληλα, γιά χάρη τού καλύτερου, όπως μέσα στον κόσμο το κάθε μέρος, που πάντοτε πάσχει, υπάρχει γιά χάρη εκείνου που πάντοτε ενεργεί, ενώ στην συζυγία των ζώων υπάρχει το θηλυκό γιά χάρη τού αρσενικού. Το αρσενικό σπέρνει την ψυχή γεννώντας. Το θηλυκό παρέχει μόνον την ύλη σ’ εκείνο που γεννιέται. Στην ψυχή, το άλογο υπάρχει γιά χάρη τού λογικού, διότι το συναίσθημα και η επιθυμία έχουν ταχθεί παράλληλα προς το πρώτο μέρος τής ψυχής. Το ένα είναι σαν δορυφόρος και σωματοφύλακας, το άλλο σαν οικονόμος και διαχειριστής των αναγκαίων. Ο νους, που έχει εγκατασταθεί στο υψηλότερο μέρος τής κορυφής τού σώματος, έχοντας θέα περιαυγή και διαυγή, επιζητά την φρόνηση των όντων. Αυτό είναι το κατά φύση έργο του: να επιζητήσει, ν’ αποκτήσει και ν’ ακολουθήσει όσα είναι καλύτερα από τον ίδιο, και όσα είναι πολυτιμότατα, γιατί αρχή, αιτία και κανόνας τής ανθρώπινης ευδαιμονίας είναι η επίγνωση των θεϊκών και των πολυτιμότερων στοιχείων.

116. Μέτωπος Πυθαγόρειος ο Μεταποντίνος – Περί αρετής.

Γενικά, αρετή είναι μία συναρμογή τού αλόγου προς το λογικό μέρος τής ψυχής. Αυτή γεννιέται με την αποδοχή τού δέοντος ορίου ως προς την ηδονή και την λύπη, γιατί η ηθική αρετή δεν είναι τίποτε άλλο, παρά εθισμός στο δέον, και δέον είναι αυτό που πρέπει να είναι, ενώ μη δέον είναι ακριβώς εκείνο που δεν πρέπει να είναι. Δύο είναι τα είδη τού μη δέοντος: η υπερβολή και η έλλειψη. Υπερβολή είναι το περισσότερο από το δέον, κ’ έλλειψη είναι το λιγότερο από το δέον. Το δέον, όντας αυτό που πρέπει να είναι, είναι και έπακρο και μεσότητα. Είναι έπακρο επειδή δεν χρειάζεται ούτε αφαίρεση ούτε πρόσθεση. Είναι μεσότητα επειδή βρίσκεται μεταξύ τής υπερβολής και τής έλλειψης. Η σχέση μεταξύ τού δέοντος και τού μη δέοντος είναι τέτοια, όποια είναι και η σχέση μεταξύ τού ίσου και τού άνισου, τού τακτοποιημένου και τού ατακτοποίητου, και αυτά τα δύο είναι το πεπερασμένο και το άπειρο, και γι’ αυτό τα μέρη τού άνισου έχουν αναλογία προς το μέσο, αλλά όχι το ένα προς το άλλο, διότι αμβλεία ονομάζεται η γωνία που είναι μεγαλύτερη από την ορθή, και οξεία η μικρότερη από την ορθή, και μεγαλύτερη είναι η ευθεία, που υπερέχει έναντι εκείνης που ξεκινά από το κέντρο, και μακρύτερη είναι η ημέρα η μεγαλύτερη από την ισημερινή, και οι νόσοι εμφανίζονται στο σώμα όταν το σώμα γίνεται θερμότερο ή ψυχρότερο, γιατί το θερμότερο είναι περισσότερο από το μέτριο, και το ψυχρότερο λιγότερο από το μέτριο. Αυτή την αναλογία έχει και η ψυχή και η διάθεσή της. Θρασύτητα είναι η υπερβολή έναντι τού δέοντος κατά την αντιμετώπιση των δεινών, ενώ δειλία είναι η έλλειψη έναντι τού δέοντος. Ασωτία είναι η υπερβολή έναντι τού δέοντος κατά την δαπάνη των χρημάτων, ενώ φιλαργυρία είναι η έλλειψη έναντι τού δέοντος. Οργή είναι η υπερβολή έναντι τού δέοντος κατά την συναισθηματική ορμή, ενώ αναλγησία είναι η έλλειψη έναντι τού δέοντος. Η ίδια αναλογία ισχύει και στις άλλες διαθέσεις των αντικειμένων. Η αρετή πρέπει να είναι εθισμός στο δέον και μεσότητα στα πάθη, ώστε να μην υπάρχει ούτε απάθεια ούτε εμπάθεια. Η απάθεια κάνει την ψυχή να μην ορμά και να μην ενθουσιάζεται ενώπιον τού ωραίου, ενώ η εμπάθεια την κάνει ταραγμένη και ασυλλόγιστη. Το πάθος, λοιπόν, έτσι πρέπει να φαίνεται στην αρετή, όπως ακριβώς η σκιά και η γραμμή επάνω στις ζωγραφιές, γιατί μ’ αυτές – και με την αποτελεσματικότητα των χρωμάτων – αποδίδεται καλύτερα η ζωντάνια, η απαλότητα και η μίμηση τού αληθινού. Τα πάθη τής ψυχής καθίστανται ζωντανά και προέρχονται από την παρόρμηση και τον ενθουσιασμό τής κατά φύση αρετής, γιατί η αρετή γεννιέται από τα πάθη και – αφού γεννηθεί – πάλι συναυξάνεται μαζί τους, όπως η αρμονία από τον οξύ και τον βαρύ τόνο, και η ευκρασία από το θερμό και το ψυχρό, και το ισόρροπο από το βαρύ και το ελαφρύ. Άρα, δεν πρέπει ν’ αφαιρούμε τα πάθη τής ψυχής, γιατί δεν είναι ωφέλιμο να τα αφαιρούμε, αλλά να τα συναρμόζουμε προς την αναλογία τού δέοντος και τού μετρίου.

117. Θεάγης Πυθαγόρειος – Περί αρετής.

Οι αρχές τού συνόλου τής αρετής είναι τρεις: η γνώση, η δύναμη και η προαίρεση. Η γνώση είναι σαν την όραση, με την οποία εξετάζουμε και κρίνουμε τα πράγματα, η δύναμη είναι σαν μία σωματική αλκή, με την οποία υπομένουμε και εμμένουμε στα πράγματα, και η προαίρεση είναι κάτι σαν χέρια τής ψυχής, με τα οποία ορμούμε και αρπάζουμε τα πράγματα. Ο διάκοσμος, πάλι, τής ψυχής έχει ως εξής: το πρώτο στοιχείο της είναι το λογικό, το δεύτερο το συναίσθημα, το τρίτο η επιθυμία. Το λογικό, λοιπόν, επικρατεί στην γνώση, το συναίσθημα επικρατεί στο πάθος, και η επιθυμία είναι αυτή που επικρατεί στο επιθυμητικό είδος. Όταν αυτά τα τρία στοιχεία γίνουν ένα, μόλις δεχτούν την συναρμογή, τότε η αρετή και η ομόνοια γεννιούνται στην ψυχή. Όταν επαναστατούν και το ένα αποσπάται από το άλλο, τότε στην ψυχή γεννιέται η κακία και η ασυμφωνία. Όταν, πάλι, το λογικό επικρατεί στα άλογα μέρη τής ψυχής, τότε γεννιέται η καρτερία και η εγκράτεια, η καρτερία στην αντιμετώπιση των καταπονήσεων, η εγκράτεια στην αντιμετώπιση των ηδονών. Όταν τα άλογα μέρη τής ψυχής επικρατούν στο λογικό, τότε γεννιέται η μαλθακότητα και η ακράτεια, η μαλθακότητα στην αποφυγή των καταπονήσεων, η ακράτεια στην ήττα μας από τις ηδονές. Όταν εξουσιάζει το καλύτερο μέρος τής ψυχής, ενώ εξουσιάζεται το χειρότερο, και ηγείται το πρώτο και έπεται το δεύτερο, ενώ αμφότερα συναινούν και ομονοούν μεταξύ τους, τότε σε όλη την ψυχή γεννιέται η αρετή και η πλήρης αγαθότητα. Όταν, πάλι, το επιθυμητικό μέρος τής ψυχής ακολουθεί το λογικό, γεννιέται η σωφροσύνη. Όταν το συναισθηματικό ακολουθεί το λογικό, γεννιέται η ανδρεία. Όταν όλα τα μέρη τής ψυχής ακολουθούν το λογικό, γεννιέται η δικαιοσύνη, επειδή αυτή είναι που διαχωρίζει μεταξύ τους όλες τις κακίες και τις αρετές τής ψυχής. Είναι, λοιπόν, η δικαιοσύνη σαν ένα σύστημα συναρμογής των μερών τής ψυχής, και τέλεια αρετή και πανυπέρτατη, επειδή τα πάντα είναι μέσα της, ενώ τ’ άλλα αγαθά τής ψυχής δεν υφίστανται χωρίς αυτήν, γι’ αυτό και η δικαιοσύνη κατέχει μεγάλη εξουσία και μέσα στους Θεούς και μέσα στους ανθρώπους. Αυτή εδώ η αρετή, λοιπόν, συνέχει και την θεϊκή και την ανθρώπινη κοινωνία τού όλου και τού σύμπαντος. Μεταξύ των ουράνιων Θεών ονομάζεται θέμις, και μεταξύ των χθόνιων Θεών δίκη, και μεταξύ των ανθρώπων νόμος. Αυτά είναι σημεία και σύμβολα τού ότι η δικαιοσύνη είναι πανυπέρτατη αρετή, αλλά και διαφορετικά διαπιστώνεται ο λόγος, από τα παρακάτω. Όταν, δηλαδή, ο νους τής ψυχής αστοχεί, αυτή η κατάσταση ονομάζεται αφροσύνη. Όταν αστοχεί το συναίσθημα, θρασύτητα ή δειλία. Όταν αστοχεί η επιθυμία, ακράτεια. Όταν, πάλι, ο νους αστοχεί κατ’ έλλειψη, η κατάσταση ονομάζεται αφροσύνη. Όταν αστοχεί καθ’ υπερβολή, πανουργία. Όταν το συναίσθημα αστοχεί κατ’ έλλειψη, δειλία. Όταν αστοχεί καθ’ υπερβολή, θράσος. Όταν η επιθυμία αστοχεί κατ’ έλλειψη, μισηδονία. Όταν αστοχεί καθ’ υπερβολή, ακολασία. Η συνολική συναρμογή, πάλι, που δεν γίνεται κατά την ορθή αναλογία, ονομάζεται κακία. Όταν αυτή δεν συμβαίνει εξαιτίας κάποιου λόγου, καλείται αβελτηρία. Όταν συμβαίνει εξαιτίας τού φόβου, δειλία. Όταν συμβαίνει εξαιτίας τής ηδονής, ακολασία. Όταν συμβαίνει εξαιτίας τού κέρδους, αδικία. Όταν η ψυχή συντάσσεται κατά την ορθή αναλογία ως προς την εξέταση και την κρίση, αυτή η κατάσταση καλείται φρόνηση. Όταν αυτό συμβαίνει ως προς την αντιμετώπιση […] των ηδονών, σωφροσύνη. Όταν συμβαίνει ως προς την αποτροπή από το κέρδος και από την βλάβη σε βάρος τού πλησίον, δικαιοσύνη. Η σύνταξη τής ψυχής κατά την ορθή αναλογία και η παράβαση τής ορθής αναλογίας είναι – αντίστοιχα – κατεύθυνση προς το σωστό και απόκλιση από το σωστό. Το σωστό, πάλι, είναι αυτό που πρέπει να είναι. Δεν απαιτεί ούτε αφαίρεση ούτε πρόσθεση, διότι είναι αυτό που πρέπει να είναι. Τού μη σωστού τα είδη είναι δύο: η υπερβολή και η έλλειψη. Υπερβολή είναι το περισσότερο από το σωστό, και έλλειψη το λιγότερο, ενώ αρετή είναι η κατοχή τού σωστού, και γι’ αυτό είναι ευθέως και ακρότητα και μεσότητα. Ακρότητα, γιατί συνδέεται με το σωστό, και μεσότητα, γιατί βρίσκεται μεταξύ τής υπερβολής και τής έλλειψης. Έτσι, λοιπόν, τυγχάνουν και μεσότητες και ακρότητες. Μεσότητες, γιατί πέφτουν μεταξύ τής υπερβολής και τής έλλειψης. Ακρότητες, γιατί δεν απαιτούν ούτε πρόσθεση ούτε αφαίρεση, επειδή τούτα είναι αυτά που πρέπει να είναι.

118. Θεάγης Πυθαγόρειος – Περί αρετής.

Επειδή, λοιπόν, η αρετή τού ήθους σχετίζεται με τα πάθη, ενώ τα υπέρτατα πάθη είναι η ηδονή και η λύπη, είναι φανερό ότι η αρετή δεν εμπίπτει στην εκρίζωση των παθών τής ψυχής, δηλαδή τής ηδονής και τής λύπης, αλλά στην εναρμόνισή τους, γιατί ούτε η υγεία – που είναι ευκρασία των σωματικών δυνάμεων – εμπίπτει στην εξάλειψη τού θερμού και τού ψυχρού και τού υγρού και τού ξηρού, αλλά στον συγκερασμό τους, αφού είναι ένα είδος συμμετρίας αυτών, ούτε η μουσική αρμονία εμπίπτει στην εξαίρεση τού οξέως ή τού βαρέως τόνου, αλλά στην εναρμόνισή τους με κάποιον τρόπο, διότι όταν εναρμονιστεί ο οξύς τόνος με τον βαρύ, εμφανίζεται η συμφωνία και αποκρούεται η παραφωνία, όταν πάλι εναρμονιστούν το θερμό και το ψυχρό και το υγρό και το ξηρό, γεννιέται η υγεία κ’ εξαφανίζεται η νόσος, και όταν εναρμονιστούν τα συναισθήματα με τις επιθυμίες, εξαιρούνται οι κακίες και τα πάθη, και γεννιούνται οι αρετές και τα ήθη. Το πιό ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τής αρετής τού ήθους είναι η προαίρεση η σχετική με τα ωραία, διότι είναι δυνατόν και χωρίς την αρετή να χρησιμοποιήσουμε τον λόγο και την δύναμη, αλλά όχι την προαίρεση, αφού η προαίρεση σημαίνει την αξία τού ήθους, και γι’ αυτό, όταν το λογικό μετά βίας επικρατεί επάνω στο συναίσθημα και στην επιθυμία, δημιουργεί την εγκράτεια και την καρτερία, και όταν το λογικό υποστεί την βία τού αλόγου, δημιουργεί την ακράτεια και την μαλθακότητα, ενώ οι τέτοιου είδους διαθέσεις τής ψυχής τυγχάνουν ημιτελείς αρετές και ημιτελείς κακίες, διότι ο λογισμός υγιαίνει, αλλά νοσούν τ’ άλογα μέρη τής ψυχής, κ’ εφόσον το συναίσθημα και η επιθυμία εξουσιάζονται και οδηγούνται από το λογικό μέρος τής ψυχής, τότε η εγκράτεια και η καρτερία τυγχάνουν αρετές, εφόσον αυτό, όμως, συμβαίνει μετά βίας, αλλά όχι εκούσια, τότε αυτές τυγχάνουν κακίες, γιά η αρετή πρέπει να κάνει τα δέοντα με ηδονή, και όχι με λύπη. Εφόσον, πάλι, το συναίσθημα και η επιθυμία επικρατούν στο λογικό, επιφέροντας μαλθακότητα και ακράτεια, αυτά τυγχάνουν κακίες, κ’ εφόσον με λύπη υποχωρούν ενώπιον των παθών, γνωρίζοντας ότι πλανιούνται, αφού το μάτι τής ψυχής είναι υγιές, τότε δεν είναι κακίες. Αυτό είναι πάλι φανερό: ότι η αρετή εκούσια πρέπει να κάνει τα δέοντα, γιατί το ακούσιο δεν γίνεται χωρίς λύπη και φόβο, ενώ το εκούσιο δεν γίνεται χωρίς ηδονή και φιλοφροσύνη. Συνάμα και ο λόγος τής διαίρεσης συμπίπτει κ’ επιτρέπει σ’ αυτά να είναι έτσι, γιατί η γνώση και η όραση των πραγμάτων βρίσκονται στο λογικό μέρος τής ψυχής, ενώ η δύναμη στο άλογο. Η δυνατότητα τής αντοχής έναντι των καταπονήσεων και τής επικράτησης επάνω στις ηδονές ανήκουν στο άλογο μέρος τής ψυχής, ενώ η προαίρεση ενυπάρχει σε αμφότερα τα μέρη: και στο λογικό και στο άλογο μέρος τής ψυχής, διότι συναποτελείται από διάνοια και όρεξη, από τις οποίες η διάνοια βρίσκεται στο λογικό μέρος, ενώ η όρεξη στο άλογο, και γι’ αυτό κάθε αρετή γεννιέται με την συναρμογή των μερών τής ψυχής, ενώ το εκούσιο και το προαιρετό πάντοτε ενυπάρχουν στην αρετή.

119. Επίκτητος – Εγχειρίδιο.

Όταν κάποιος σε κακοποιεί ή σε κακολογεί, θυμήσου ότι το κάνει θεωρώντας ότι αυτό είναι το καθήκον του. Τι περιμένεις; Ν’ ακολουθεί εκείνο που σ’ εσένα φαίνεται σωστό ή εκείνο που στον εαυτό του φαίνεται τέτοιο, αν και κακώς τού φαίνεται σωστό; Ποιός, λοιπόν, εξαπατάται; Εκείνος. Ποιός βλάπτεται; Ο εξαπατημένος. Επειδή ακόμη και αν κάποιος εκλάβει ως ψεύδος τον αληθινό συλλογισμό, δεν βλάπτεται ο συλλογισμός, αλλά εκείνος που έτσι τον εξέλαβε.

120. Περικτιόνη Πυθαγόρεια – Περί σοφίας.

Ο άνθρωπος έχει δημιουργηθεί και συσταθεί γιά να εξετάζει τον λόγο τού συνόλου τής φύσης, και είναι έργο τής σοφίας να τον αποκτήσει και να εξετάσει την φρόνηση των όντων.

121. Περικτιόνη Πυθαγόρεια – Περί σοφίας.

Η γεωμετρία, λοιπόν, και η αριθμητική και τ’ άλλα θεωρητικά κ’ επιστημονικά ασχολούνται […] με ορισμένα από τα όντα, ενώ η φιλοσοφία με όλα τα γένη των όντων, διότι η φιλοσοφία σχετίζεται με όλα τα όντα κατά τον τρόπο που η όραση σχετίζεται με όλα τα ορατά, και η ακοή με όλα τ’ ακουστά. Απ’ όσα συμβαίνουν στα όντα, άλλα συμβαίνουν εξολοκλήρου σε όλα, άλλα στα περισσότερα απ’ αυτά, και άλλα στο κάθε ένα απ’ αυτά. Χαρακτηριστικό τής φιλοσοφίας είναι να γνωρίζει και να εξετάζει όσα συμβαίνουν εξολοκλήρου σε όλα, και τής φυσικής επιστήμης όσα συμβαίνουν στα περισσότερα, και τής κάθε μίας ξεχωριστής επιστήμης όσα συμβαίνουν στο κάθε ένα απ’ αυτά. Γι’ αυτό, λοιπόν, η φιλοσοφία ανευρίσκει τις αρχές όλων των όντων, η φυσική επιστήμη όσων γίνονται εκ φύσεως, η γεωμετρία και η αριθμητική και η μουσική τις αρχές τής ποσότητας και τής αρμονίας. Όποιος, λοιπόν, δύναται ν’ αναλύσει όλα τα γένη κάτω από μία και την ίδια αρχή, και πάλι από αυτήν να τα συνθέσει και να τα συναρμόσει, αυτός μού φαίνεται ότι είναι και πολύ σοφός και πολύ αλάνθαστος, και ακόμη ότι έχει βρει μία ωραία σκοπιά, από την οποία θα δύναται και τον Θεό να δει, και όλα όσα βρίσκονται τοποθετημένα στην συστοιχία και στην τάξη τού Θεού.

122. Θεμίστιος – Μετριοπαθής ή Φιλότεκνος.

Έτσι, λοιπόν, είναι αναγκαίο γιά τον άνθρωπο να εγκλείει μέσα του την ηδονή και την λύπη και όλα τ’ άλλα συναισθήματα, αλλά περισσότερο και σταθερότερα την λύπη. Αυτό λέει πάλι και ο Αίσωπος, δηλαδή ότι ο Προμηθέας, τον πηλό, με τον οποίον έπλασε τον άνθρωπο, δεν τον ζύμωσε με νερό, αλλά με δάκρυα. Δεν χρειάζεται, λοιπόν, να προσπαθούμε ν’ αποκόψουμε τα συναισθήματά μας, γιατί αυτό είναι ακατόρθωτο, αλλά – όσο το δυνατόν – να τα ταπεινώνουμε και να τα καταπραΰνουμε, να τα κοιμίζουμε και να τα νουθετούμε, γιατί ευμενώς αποδέχονται αυτήν την επιμέλεια. Αν έτσι τα διαπαιδαγωγήσεις, θα σου φανούν χρήσιμα και ωφέλιμα, αντί γιά άχρηστα και βλαβερά, επειδή ο Θεός δεν τα προσέμιξε στον άνθρωπο γιά να του προσθέσει ζημία και ντροπή, αλλά και αυτά τα συνύφανε και τα εγκατέστησε στην ψυχή γιά να επιβιώσει και να σωθεί το ανθρώπινο γένος. Τον θυμό ως άμυνα προς όσα μας βλάπτουν, την επιθυμία γιά τροφή και ποτά προς αντιμετώπιση τής σύμφυτης και αναγκαίας απορροής, και το καθένα είναι τοποθετημένο στο σώμα γιά κάποια άλλη μοιραία διαδικασία. Πρέπει, όμως, το καθένα τους να διατηρεί το μέτρο, και το μέτρο τού καθενός γίνεται αρετή, δηλαδή τού θυμοειδούς η ανδρεία, τού επιθυμητικού η σωφροσύνη, τού φιλοχρήματου και φιλοκερδούς συναισθήματος η γενναιοδωρία και η μεγαλοπρέπεια, ενώ μέτρο τής μεγαλοψυχίας είναι το κατά πόσο ταράζεται από τιμές, εξουσίες και προεδρίες. Εάν παραμείνουν ακόσμητα και αφρόντιστα από τον λόγο, όπως ακριβώς τα ήμερα κ’ ευεργετικά φυτά που αμελούνται από τον γεωργό, ευθύς εξαγριώνονται και γίνονται υβριστικά και δίπλα τους βλασταίνουν οι κακίες, ακριβώς σαν φοβερά και φαρμακερά – και γιά τους άλλους, αλλά κυρίως γιά τον κάτοχό τους – αγκάθια. Υπάρχουν κ’ εκείνα που καταφθίνουν και απομαραίνονται μέσα από την ακμή τους, οπότε έχουν την ανάγκη τού λογικού, που δεν τα κολοβώνει ή τα θλίβει ή τα πιέζει, αλλά τα ποτίζει, τα επανορθώνει και τα ερεθίζει γιά ν’ αυξηθούν όπως τους ταιριάζει. Γι’ αυτό, επομένως, από την μία και από την άλλη πλευρά κάθε αρετής κάθονται δύο κακίες: η μία αγαπά την έλλειψη τού συναισθήματος και η άλλη ασπάζεται την υπερβολή του. Δεν πρέπει, λοιπόν, να βλέπουμε προς τα φαύλα και τα διεστραμμένα κ’ εξίσου να τα υποπτευόμαστε και να τα εκδιώκουμε όλα, αλλά να εξετάζουμε την πρόθεση τής φύσης και τον σκοπό, γιά τον οποίον εμφύτευσε και σημείωσε στην ψυχή μας το κάθε συναίσθημα.

123. Πορφύριος – Περί των προς τα νοητά αφορμών.

Άλλες είναι οι αρετές τού πολιτικού, άλλες εκείνου που ανέρχεται προς την θεωρία – και γι’ αυτό λέγεται θεωρητικός – και άλλες εκείνου που ήδη είναι τέλειος θεωρητικός και ήδη θεατής, και άλλες τού νου, αυτού καθαυτόν και απαλλαγμένου από την ψυχή. Οι αρετές τού πολιτικού υπάρχουν μέσα στην μετριοπάθεια έναντι τού αλόγου, στην διάθεση να έρχονται μετά και ν’ ακολουθούν τον συλλογισμό τού καθήκοντος που σχετίζεται με τις πράξεις, γι’ αυτό και αποβλέπουν στην αβλαβή επικοινωνία με τους – λόγω συναγελασμού και επικοινωνίας – πλησίον, και λέγονται πολιτικές. Η αρετή τής φρόνησης σχετίζεται με τον λογισμό, τής ανδρείας με το θυμοειδές, τής σωφροσύνης με την ομολογία και την συμφωνία μεταξύ επιθυμητικού και λογισμού, τής δικαιοσύνης με την φροντίδα τής από κοινού ενέργειας τού καθενός απ’ αυτά, σε σχέση με το ν’ ασκεί και να υφίσταται κάποιος την εξουσία. Οι αρετές τού θεωρητικού, που προκόπτει προς την θεωρία, βρίσκονται σε απόσταση από τα παραπάνω, γι’ αυτό και λέγονται καθάρσεις, εφόσον απέχουν από τις πράξεις τού σώματος και από τα κοινά με αυτό συναισθήματα, διότι αυτές εμφανίζονται όταν η ψυχή ανυψώνεται προς το όντως ον, ενώ οι πολιτικές αρετές κοσμούν τον θνητό άνθρωπο και είναι πρόδρομοι των καθάρσεων. Αφού ο άνθρωπος κοσμηθεί από αυτές, πρέπει προηγουμένως να σταματήσει να πράττει οτιδήποτε σε συνεργασία με το σώμα, διότι – στις καθάρσεις – η φρόνηση εμφανίζεται όταν κάποιος δεν σχηματίζει γνώμη από κοινού με το σώμα, αλλά μόνον με την ενέργεια τής ψυχής. Η φρόνηση τελειοποιείται μέσω τής καθαρής νόησης. Σωφροσύνη είναι το να μην πάσχει η ψυχή τα ίδια με το σώμα, ενώ ανδρεία το να μην φοβάται την απομάκρυνση από το σώμα, σαν να πηγαίνει προς κάτι κενό ή μη ον. Όταν ηγείται ο λόγος και ο νους, ενώ τίποτε δεν αντιτείνει, αυτό ονομάζεται δικαιοσύνη. Η διάθεση, η σχετική με τις πολιτικές αρετές, εξετάζεται μέσα στην μετριοπάθεια, η οποία ως σκοπό έχει το να ζει κάποιος ως κατά φύση άνθρωπος. Η διάθεση, η σχετική με τις θεωρητικές αρετές, εξετάζεται μέσα στην απάθεια, σκοπός τής οποίας είναι η ομοίωση με τον Θεό. Επειδή, όμως, κάθαρση είναι και αυτό που καθαρίζει, και αυτά που έχουν καθαριστεί, οι καθαρτικές αρετές εξετάζονται προς αμφότερα τα σημαινόμενα τής κάθαρσης, διότι και καθαρίζουν την ψυχή, και συνυπάρχουν με την καθαρισμένη ψυχή, αφού σκοπός τής διαδικασίας τής κάθαρσης είναι το αποτέλεσμα τού καθαρμού. Επειδή, όμως, η διαδικασία τής κάθαρσης και το αποτέλεσμα τού καθαρμού είναι η αφαίρεση παντός αλλοτρίου, το αγαθό θα είναι διαφορετικό από εκείνο που εκτελεί την κάθαρση. Άρα, εάν το καθαριζόμενο ήταν αγαθό πριν από την ακαθαρσία, αρκεί η κάθαρση, και η κάθαρση θα είναι αρκετή, εφόσον το καταλειπόμενο θα είναι το αγαθό και όχι η κάθαρση. Η φύση τής ψυχής, όμως, δεν είναι το αγαθό, αλλά η δυνατότητα συμμετοχής στο αγαθό, καθώς και το αγαθοειδές, γιατί – αλλιώς – δεν θα βρισκόταν στο κακό. Το αγαθό της βρίσκεται στην συνύπαρξή της μ’ εκείνον που την γέννησε, ενώ η κακία της στα κατοπινά. Η κακία της, όμως, είναι διπλή: και η συνύπαρξή της με τα κατοπινά, και η συνύπαρξή της με την υπερβολή των παθών. Γι’ αυτό ακριβώς, λοιπόν, επειδή οι πολιτικές αρετές την απαλλάσσουν από μία κακία, θεωρήθηκαν και αρετές και πολύτιμες, ενώ οι καθαρτικές αρετές είναι πολυτιμότερες, καθώς απαλλάσσουν και από την ψυχική κακία. Πρέπει, λοιπόν, η ψυχή να είναι καθαρμένη γιά να συνυπάρξει μ’ εκείνον που την γέννησε. Άρα, η αρετή της, μετά την επιστροφή, είναι αυτή: η αναγνώριση και η γνώση τού Όντος. Όχι, δηλαδή, ότι δεν κατέχει αυτή την αρετή, αλλά ότι δεν βλέπει τα χαρακτηριστικά της πριν από την εμφάνισή της. Υπάρχει, όμως, και τρίτο είδος αρετών, μετά τις καθαρτικές και τις πολιτικές, όταν η ψυχή ενεργεί νοητικά. Η σοφία και η φρόνηση βρίσκονται στην θεώρηση όσων κατέχει ο νους, ενώ η δικαιοσύνη βρίσκεται στην κατά τον νου φροντίδα των προσωπικών πράξεων και στην ενέργεια την σύμφωνη με τον νου. Σωφροσύνη είναι η στροφή τής ψυχής προς το εσωτερικό, προς τον νου. Ανδρεία είναι η απάθεια, η ομοίωση προς εκείνο, το οποίο η ψυχή βλέπει να είναι από την φύση του απαθές. Αυτές οι αρετές ακολουθούν η μία την άλλη, όπως ακριβώς και οι άλλες. Τέταρτο είδος αρετών είναι οι υποδειγματικές, που βρίσκονται στον νου και είναι ανώτερες των ψυχικών, και είναι υποδείγματα όσων είναι και ομοιώματα τής ψυχής. Νους είναι εκείνο που εμπεριέχει τα πάντα ως υποδείγματα. Επιστήμη είναι η νόηση. Σοφία είναι ο νους που γνωρίζει. Η προς αυτόν στροφή είναι η σωφροσύνη, το οικείο έργο είναι η φροντίδα γιά τις προσωπικές πράξεις, η ανδρεία είναι η ταυτότητα τής ψυχής με τον νου και η επ’ αυτού διατήρησή της στην καθαρότητα, μέσω των δυνάμεων που διαθέτει. Έχουν φανεί, λοιπόν, τέσσερα γένη αρετών: οι αρετές τού νου, που είναι υποδειγματικές και σύμφωνες μ’ αυτόν ως προς την ουσία, και οι αρετές τής ψυχής, που ήδη βλέπει μέσα στον νου και γεμίζει απ’ αυτόν, και οι αρετές τής καθαριζόμενης – και τής ήδη καθαρισμένης από το σώμα και τ’ άλογα πάθη – ψυχής τού ανθρώπου, και οι αρετές τής ψυχής τού ανθρώπου, η οποία κοσμεί τον άνθρωπο καθορίζοντας το μέτρο τού άλογου στοιχείου και δημιουργώντας την μετριοπάθεια. Όποιος κατέχει τις μεγαλύτερες, κατ’ ανάγκη κατέχει και τις μικρότερες. Το αντίθετο δεν ισχύει. Όποιος, όμως, κατέχει τις μεγαλύτερες, δεν θα ενεργήσει προηγουμένως και σύμφωνα με τις μικρότερες – επειδή τις κατέχει – παρά μόνον κατά την κατάσταση τής γένεσής τους, διότι άλλοι είναι οι σκοποί, όπως είπαμε, και διαφορετικοί κατά το γένος τους. Έργο, λοιπόν, των πολιτικών αρετών είναι να επιθέτουν μέτρο στα πάθη, σύμφωνα με τις κατά φύση ενέργειες, και έργο των καθαρτικών αρετών είναι ν’ απομακρύνουν τα πάθη εντελώς, λαμβάνοντας το προηγούμενο μέτρο, και έργο άλλων αρετών είναι να ενεργούν στρέφοντας προς τον νου και να μην απομακρύνουν από τα πάθη όσους εισέρχονται στην διανοητική διαδικασία, ενώ άλλων αρετών έργο είναι να μην ενεργούν στρέφοντας προς τον νου, αλλά να καταφτάνουν γιά να συνδράμουν την ουσία του, γι’ αυτό και είναι σπουδαίος ο άνθρωπος που ενεργεί σύμφωνα με τις πρακτικές αρετές, και είναι δαιμόνιος ή αγαθός δαίμονας ο άνθρωπος που ενεργεί σύμφωνα με τις καθαρτικές, και είναι Θεός όποιος ενεργεί μόνον σύμφωνα με τις νοητικές, και είναι Πατέρας των Θεών όποιος ενεργεί μόνον σύμφωνα με τις παραδειγματικές. Εμείς, λοιπόν, πρέπει να επιμελούμαστε κυρίως τις καθαρτικές, σκεπτόμενοι ότι η επίτευξή τους συμβαίνει στον παρόντα βίο και ότι μέσω αυτών ανεβαίνουμε προς τις πολυτιμότερες, οπότε πρέπει να εξετάσουμε μέχρι ποιόν βαθμό και κατά πόσο μπορούμε ν’ αποκτήσουμε την κάθαρση, αφού αυτή βρίσκεται στην απομάκρυνση από το σώμα και από την άλογη κίνηση των παθών. Ας πούμε, λοιπόν, πώς θα γινόταν αυτό και μέχρι ποιόν βαθμό. Πρώτα, σαν θεμέλιο και υπόβαθρο τής κάθαρσης είναι να γνωρίζει κάποιος ότι ο ίδιος είναι ψυχή, που βρίσκεται δεμένη σε ξένο και διαφορετικής ουσίας πράγμα. Δεύτερο, ξεκινώντας από τούτη την πεποίθηση, να περισυλλέξει τον εαυτό του από το σώμα και οπουδήποτε, οπωσδήποτε να μένει ανεπηρέαστος απ’ αυτό διότι, όταν ο ίδιος συνεχώς ενεργεί σύμφωνα με την αίσθηση, ακόμη και αν δεν το κάνει με προσπάθεια και με σκοπό ν’ απολαύσει ηδονές, ωστόσο διασκορπίζεται, και – κατά την αίσθηση – γίνεται συναφής προς το σώμα, συμπάσχοντας με τις ηδονές και με τις λύπες των αισθημάτων, πάσχοντας με προθυμία και με συγκατάνευση. Από αυτήν, λοιπόν, κυρίως την διάθεση ταιριάζει να καθαρίσει τον εαυτό του. Αυτό θα γινόταν εάν, μόνον χάριν θεραπείας ή απαλλαγής από τους πόνους, δοκίμαζε τις αναγκαίες ηδονές και τις ασθήσεις, ώστε να μην εμποδίζεται. Πρέπει, επίσης, ν’ αφαιρεί και τους πόνους. Εάν αυτό δεν μπορεί να γίνει, οφείλει να τους θεωρεί ως κάτι κατώτερο και να τους αντιμετωπίζει με πραότητα, ώστε να μην πάσχει μαζί τους. Πρέπει κατά το δυνατόν ν’ αφαιρεί και παντελώς να προσέχει τον θυμό, ειδεμή να τον αναμιγνύει με την προαίρεση, αλλά το απροαίρετο ανήκει σε άλλο. Το απροαίρετο είναι ασθενές και λίγο. Τον φόβο, πάλι, πρέπει να τον αφαιρεί παντελώς, και δεν πρέπει να φοβάται τίποτε. Κ’ εδώ υπεισέρχεται το απροαίρετο. Άρα, στις νουθετήσεις πρέπει να χρησιμοποιεί και τον θυμό και τον φόβο. Πρέπει, επίσης, να εξορίζει την επιθυμία γιά καθετί φαύλο. Τις τροφές και τα ποτά δεν θα τα έχει όπως ακριβώς ο ίδιος τα θέλει. Στις φυσικές συνουσιαστικές σχέσεις δεν υπεισέρχεται το απροαίρετο, εκτός από την περίπτωση των ιταμών φαντασιώσεων κατά τον ύπνο. Γενικά, ας είναι καθαρή απ’ όλα τούτα η διανοητική ψυχή εκείνου που υφίσταται την κάθαρση, και ο ίδιος ας επιθυμεί το εξής: καθετί που κινείται προς το άλογο μέρος τής ψυχής να κινείται άσχετο και ανεπηρέστο από τα σωματικά πάθη, ώστε οι κινήσεις να καταλύονται αμέσως μόλις γειτνιάσουν με το λογικό μέρος της.

124. Πλάτων – Η απολογία τού Σωκράτη.

Το να φοβούνται κάποιοι τον θάνατο, κύριοι, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το να φαίνονται σοφοί και να μην είναι, διότι φαίνονται να γνωρίζουν αυτά που δεν γνωρίζουν, αφού κανείς δεν γνωρίζει τον θάνατο, ούτε γνωρίζει εάν τυγχάνει να είναι το μεγαλύτερο αγαθό γιά τους ανθρώπους, αλλά τον φοβούνται σαν να γνωρίζουν καλά ότι είναι το μεγαλύτερο κακό. Πώς, λοιπόν, αυτό να μην αποτελεί επονείδιστη αμάθεια, δηλαδή το να φαντάζονται ότι γνωρίζουν αυτά που δεν γνωρίζουν; Εγώ, λοιπόν, κύριοι, ίσως και σ’ αυτό εδώ να διαφέρω απ’ τους πολλούς ανθρώπους και – αν βέβαια έλεγα ότι είμαι σοφότερος κάποιου – σ’ αυτό θα έλεγα ότι είμαι: στο ότι δεν νομίζω ότι γνωρίζω όσα σε ικανοποιητικό βαθμό δεν γνωρίζω σχετικά με τον Άδη. Γνωρίζω, ωστόσο, ότι είναι κακό και αισχρό ν’ αδικώ και να μην πειθαρχώ στον καλύτερό μου, είτε είναι Θεός είτε άνθρωπος. Ενώπιον των κακών, λοιπόν, όσων γνωρίζω ότι είναι κακά, γιά όσα δεν γνωρίζω εάν τυγχάνει να είναι και αγαθά ουδέποτε θα φοβηθώ, ούτε θα τ’ αποφύγω.

125. Επίκτητος.

Ο βίος, που είναι συμπλεγμένος με την τύχη, μοιάζει με χείμαρρο, διότι είναι ταραχώδης και γεμάτος από βόρβορο και δύσβατος και τυραννικός και πολύβουος και λιγόχρονος.

126.

Η ψυχή, που συναναστρέφεται την αρετή, μοιάζει με αέναη πηγή. Το νερό της είναι και καθαρό και ατάραχο και πόσιμο και νόστιμο και άφθονο και πλούσιο και αβλαβές και ανώλεθρο.

127.

Εάν επιθυμείς να είσαι αγαθός, πρώτα πίστεψε ότι είσαι κακός.

128.

Καλύτερα είναι να ομολογείς ότι σφάλλεις λίγες φορές, και να είσαι συνετός τις περισσότερες, παρά να λες ότι λίγες φορές αστοχείς, και να σφάλλεις πολλές.

129.

Να τιμωρείς τα πάθη σου γιά να μην τιμωρηθείς απ’ αυτά.

130.

Να μην ντρέπεσαι τόσο γιά εκείνο που θεωρείται αισχρό, όσο ν’ αποφεύγεις εκείνο που αληθινά είναι αισχρό.

131.

Εάν επιθυμείς να σ’ επαινούν, μάθε να επαινείς και, αφού μάθεις να επαινείς, προσπάθησε να κάνεις το σωστό, κ’ έτσι θα καρπωθείς τον έπαινο.

132.

Εξέτασε τον εαυτό σου. Τι από τα δύο θέλεις; Πλούτο ή ευδαιμονία; Εάν θέλεις τον πλούτο, μάθε ότι ούτε αγαθό είναι ούτε παντελώς από εσένα εξαρτάται. Εάν θέλεις την ευδαιμονία, μάθε ότι και αγαθό είναι και από εσένα εξαρτάται. Επειδή το πρώτο είναι πρόσκαιρο δάνειο τής τύχης, ενώ το δεύτερο είναι θέμα προαίρεσης.

133.

Όπως ακριβώς παρατηρείς μιά έχιδνα ή μιά ασπίδα ή έναν σκορπιό, κλεισμένα μέσα σ’ ελεφαντοστέινο ή σε χρυσό κουτί, και δεν τ’ αγαπάς ούτε τα μακαρίζεις γιά το πολυτελές υλικό που τα περιβάλλει, αλλά τ’ αποστρέφεσαι και τ’ απεχθάνεσαι γιατί η φύση τους είναι βλαβερή, έτσι και όταν δεις την κακία να ενυπάρχει στον πλούτο και στην ογκώδη τύχη, μην εκπλαγείς από την περίλαμπρη ύλη, αλλά καταφρόνησε τον κίβδηλο χαρακτήρα της.

134.

Ο πλούτος δεν είναι αγαθό, η πολυτέλεια είναι κακό, η σωφροσύνη είναι αγαθό. Η σωφροσύνη μάς καλεί στην απλότητα και στην απόκτηση των αγαθών, ο πλούτος στην πολυτέλεια, απομακρύνοντάς μας από την σωφροσύνη, άρα είναι δύσκολο να έχεις σωφροσύνη πλουτίζοντας ή να πλουτίζεις έχοντας σωφροσύνη.

135.

Όπως ακριβώς δεν θα έσπευδες να γίνεις κυβερνήτης τού πλοίου όπου σπάρθηκες ή γεννήθηκες […] διότι ούτε εκεί το πλοίο συνδέθηκε με την φύση σου, ούτε εδώ ο πλούτος, αλλά παντού ο λόγος. Αυτός ακριβώς, λοιπόν, που είναι φυσικό και συγγενικό σου – δηλαδή ο λόγος – αυτό να θεωρείς δικό σου και να το επιμελείσαι.

136.

Εάν είχες γεννηθεί ανάμεσα στους Πέρσες, δεν θα έσπευδες να κατοικήσεις στην Ελλάδα, αλλά θα έμενες εκεί γιά να περνάς ευτυχισμένα. Όμως, έχοντας γεννηθεί στην φτώχεια, γιατί σπεύδεις να πλουτίσεις και δεν μένεις εδώ γιά να ευτυχήσεις;

137.

Όπως είναι καλύτερο να συμπιέζεσαι υγιής σε μικρό δίφρο, παρά να κυλιέσαι άρρωστος σε πλατιά κλίνη, έτσι είναι καλύτερο να ευθυμείς περιορισμένος σε μία μικρή περιουσία, παρά να δυσθυμείς διαθέτοντας μία μεγάλη.

138.

Η φτώχεια δεν απεργάζεται την λύπη, αλλά η επιθυμία, ούτε ο πλούτος μάς απαλλάσσει από τον φόβο, αλλά ο συλλογισμός. Αν, λοιπόν, αποκτήσεις συλλογισμό, ούτε τον πλούτο θα επιθυμήσεις ούτε την φτώχεια θα μεμφθείς.

139.

Ούτε ο ίππος υπερηφανεύεται και κομπάζει γιά την φάτνη, τα φάλαρα και την στρωμνή του, ούτε το πτηνό γιά την τροφή και την φωλιά του, αλλά και τα δύο γιά την ταχύτητά τους, ο πρώτος των ποδιών του και το δεύτερο των φτερών του. Άρα, λοιπόν, ούτε κ’ εσύ αφελώς να διογκώνεσαι γιά την τροφή και την σκεπή και την εξωτερική περιουσία σου, αλλά γιά την χρηστότητα και την αγαθοεργία σου.

140.

Η καλή ζωή διαφέρει από την πολυτελή ζωή. Η πρώτη προέρχεται από την σωφροσύνη και την αυτάρκεια και την ευταξία και την κοσμιότητα και την απλότητα, ενώ η δεύτερη από την ακολασία και την τρυφή και την αταξία και την ακοσμία. Αποκορύφωμα τής πρώτης είναι ο αληθινός έπαινος, ενώ τής δεύτερης ο ψόγος. Εάν, λοιπόν, επιθυμείς την καλή ζωή, μην ζητάς να σ’ επαινούν γιά την πολυτέλειά σου.

141.

Μέτρο σε κάθε τροφή και ποτό ας είναι η πρώτη ικανοποίηση τής όρεξής σου, ενώ έδεσμα και ευχαρίστησή σου ας είναι η ίδια η όρεξη. Τότε, ούτε περισσότερα από τ’ απαραίτητα θα κατέχεις ούτε μάγειρες θα χρειάζεσαι, αλλά θ’ αρκείσαι σε όποιο ποτό σού τύχει.

142.

Μην κάνεις τα γεύματά σου πολυτελή και σκυθρωπά, αλλά φωτεινά και λιτά, ώστε να μην ταράζονται οι ψυχές εξαιτίας των σωμάτων, ούτε να παραπλανώνται και να ολιγωρούν ενώπιον των σωματικών ηδονών, επειδή τα σώματα ασφαλώς βλάπτονται, αφού αμέσως αισθάνονται τρυφηλότητα κ’ έπειτα νοσούν.

143.

Φρόντιζε να μην σε παχαίνουν οι τροφές τής κοιλιάς, αλλά η ευφροσύνη τής ψυχής, επειδή οι πρώτες γίνονται σκύβαλα, και μαζί τους διαφεύγει και ο έπαινος, ενώ η δεύτερη – ακόμη και αν η ψυχή αποχωριστεί – μένει παντοτινά αμόλυντη.

144.

Θυμήσου ότι στις συνεστιάσεις δέχονται δύο πράγματα, το σώμα και την ψυχή, και ότι ευθύς αποβάλλεις οτιδήποτε δώσεις στο σώμα σου, ενώ πάντοτε διατηρείς οτιδήποτε δώσεις στην ψυχή σου.

145.

Μην προσφέρεις οργή συγκερασμένη με πολυτέλεια, γιατί η πολυτέλεια εισέρχεται στο σώμα και λίγο αργότερα αφανίζεται, ενώ η οργή εισδύει στην ψυχή και παραμένει γιά πολύ χρόνο. Άρα, πρόσεξε, μήπως πιεστείς από την οργή και πολυτελώς υβρίσεις τους συνδαιτημόνες σου. Αντίθετα, είναι καλύτερο να τους ευφράνεις με απλό τρόπο και με την ηρεμία σου.

146.

Είναι αισχρό να γλυκαίνεις με τα δώρα των μελισσών την κατάποσή σου, όταν με την κακία πικραίνεις το δώρο των Θεών, τον λόγο.

147.

Φρόντιζε στα τραπέζια σου να μην είναι οι υπηρέτες περισσότεροι απ’ όσους υπηρετούνται, διότι είναι άτοπο πολλές ψυχές να δουλεύουν γιά λίγες ομάδες.

148.

Το καλύτερο είναι να βοηθάς με τα χέρια σου κατά την προετοιμασία και να συμμετέχεις στην εξυπηρέτηση των παρόντων όταν οργανώνεις συνεστίαση. Εάν, ωστόσο, αυτό είναι δύσκολο σε κάποια περίσταση, να θυμάσαι ότι χωρίς να κοπιάζεις εξυπηρετείσαι χάρη σε όσους κοπιάζουν, ότι τρως χάρη σε όσους δεν τρώνε, ότι πίνεις χάρη σε όσους δεν πίνουν, ότι συνομιλείς χάρη σε σιωπηλούς, ότι είσαι άνετος χάρη σε συνεσταλμένους. Τότε, ούτε ο ίδιος θα πάθεις κάτι παράλογο, εάν ερεθιστείς, ούτε άλλον θα φέρεις σε δύσκολη θέση, εάν εξοργιστείς.

149.

Είναι πάντοτε ανάρμοστο να ερίζεις και να φιλονικείς, και αυτό είναι περισσότερο απρεπές κατά τις συναναστροφές των συμποσίων, διότι ούτε κάποιος μεθυσμένος θα δίδασκε έναν νηφάλιο, ούτε πάλι κάποιος μεθυσμένος θα πειθόταν από έναν νηφάλιο. Όπου, λοιπόν, δεν υπάρχει δυνατότητα πειθούς, εκεί αφήνεις τον εαυτό σου σε όσα φέρει η τύχη.

150.

Οι τέττιγες είναι μουσικοί, ενώ οι κοχλίες άφωνοι. Οι πρώτοι χαίρονται όταν ζεσταίνονται, ενώ οι δεύτεροι όταν δροσίζονται. Έπειτα, τους δεύτερους παρακινεί η δροσιά και ξεπροβάλλουν εξαιτίας της, ενώ τους πρώτους διεγείρει η κάψα τού ήλιου και τραγουδούν εξαιτίας της. Οπότε, εάν επιθυμείς να είσαι μουσικός και αρμονικός άνθρωπος, μην αφήνεις την ψυχή σου να προβάλλει και να μολύνεται αφού δροσιστεί από τον οίνο των συμποσίων. Αφού, όμως, ζεσταθεί από τα λόγια των συγκεντρώσεων, τότε ζήτησέ της να εκφράζει και να ψάλλει τα λόγια τής δικαιοσύνης.

151.

Κρίνε τον συνομιλητή σου ως προς τρεις πιθανότητες: ή ως καλύτερό σου ή ως χειρότερό σου ή ως ίσο μ’ εσένα. Εάν, λοιπόν, είναι καλύτερος, πρέπει να τον ακούσεις και να σε πείσει, εάν είναι χειρότερος, πρέπει να τον πείσεις, εάν είναι ίσος, να συμφωνήσεις μ’ αυτόν. Έτσι δεν θα πέσεις ποτέ σε φιλονικία.

152.

Είναι καλύτερο να υποχωρήσεις ενώπιον τής αλήθειας και να νικήσεις την άποψη, παρά να υποχωρήσεις ενώπιον τής άποψης και να νικηθείς από την αλήθεια.

153.

Αναζητώντας την αλήθεια, δεν θ’ αναζητήσεις την με κάθε τρόπο νίκη. Όταν βρεις την αλήθεια, θ’ αποκτήσεις την δυνατότητα τού αήττητου.

154.

Η αλήθεια νικά από μόνη της, ενώ η δοξασία στηρίζεται στα εξωτερικά πράγματα.

155.

Ελευθερία και δουλεία: το πρώτο είναι όνομα αρετής και το δεύτερο κακίας. Αμφότερα είναι έργα τής προαίρεσης. Όσα δεν επικοινωνούν με την προαίρεση, καμμία από τις δύο δεν τ’ αγγίζει. Συνήθως η ψυχή δεσπόζει στο σώμα και σε όσα σωματικά δεν επικοινωνούν με την προαίρεση. Κανείς δεν είναι δούλος, όταν είναι ελεύθερος κατά την προαίρεση.

156.

Κακή δεύσμευση γιά το σώμα είναι η τύχη, και γιά την ψυχή η κακία. Όποιος έχει ελεύθερο σώμα και δεσμευμένη ψυχή είναι δούλος. Όποιος, πάλι, έχει δεσμευμένο σώμα και ελεύθερη ψυχή είναι ελεύθερος.

157.

Τα δεσμά τού σώματος λύνει η φύση, μέσω τού θανάτου, και η κακία, μέσω των χρημάτων. Τα δεσμά τής ψυχής λύνει η αρετή, μέσω τής μάθησης, τής εμπειρίας και τής άσκησης.

158.

Εάν επιθυμείς να ζεις ατάραχα κ’ ευχάριστα, προσπάθησε να είναι αγαθοί όλοι όσοι συγκατοικούν μαζί σου. Θα είναι, λοιπόν, αγαθοί, εάν εκπαιδεύεις όσους το θέλουν κ’ εάν διώχνεις – αφού έχεις κάνει υποχείριούς σου – όσους δεν το θέλουν, διότι μαζί με όσους φύγουν θα φύγει και η μοχθηρία και η δουλεία, ενώ μαζί με όσους σού μείνουν θα μείνει και η χρηστότητα και η ελευθερία.

159.

Καλύτερα είναι να ζεις μ’ έναν ελεύθερο και να είσαι άφοβος κ’ ελεύθερος, παρά να ζεις με πολλούς […] και να είσαι δούλος.

160.

Εκείνο ακριβώς, που αποφεύγεις να πάθεις, εκείνο μην επιχειρείς να κάνεις και στους άλλους. Αποφεύγεις την δουλεία, οπότε φρόντισε να μην υποδουλώνεις άλλους. Εάν ανέχεσαι την απόκτηση δούλων, τότε φαίνεται ότι και ο ίδιος πρωτύτερα υπήρξες δούλος. Ούτε, λοιπόν, η κακία σχετίζεται με την αρετή ούτε η ελευθερία με την δουλεία.

161.

Όπως ακριβώς ο υγιής δεν θα επιθυμούσε να υπηρετείται από αρρώστους ούτε να είναι άρρωστοι οι συγκάτοικοί του, έτσι και ο ελεύθερος δεν θ’ ανεχόταν να υπηρετείται από δούλους ή να είναι δούλοι όσοι ζουν μαζί του.

162.

Εάν επιθυμείς να ζεις μακριά από δούλους, ο ίδιος απαλλάξου από την δουλεία. Θα είσαι, λοιπόν, ελεύθερος εάν απαλλαγείς από την επιθυμία, γιατί ούτε ο Αριστείδης ονομάστηκε δίκαιος, ούτε ο Επαμεινώνδας σωτήρας, ούτε ο Λυκούργος θεός επειδή ήταν πλούσιοι ή είχαν δούλους, αλλά επειδή – όντας φτωχοί – απάλλαξαν την Ελλάδα από την δουλεία.

163.

Εάν επιθυμείς να κατοικείται καλά η οικία σου, μιμήσου τον Σπαρτιάτη Λυκούργο, διότι αυτός δεν έφραξε την πόλη του με τείχη, αλλά οχύρωσε τους κατοίκους της με αρετή και διατήρησε παντοτινά ελεύθερη την πόλη. Μ’ αυτόν τον τρόπο κ’ εσύ, μην περιβάλλεις την οικία σου με μεγάλη αυλή και μην σηκώνεις υψηλούς πύργους, αλλά στήριζε τους ενοίκους της μ’ ευνοϊκή διάθεση και μ’ εμπιστοσύνη και με φιλία, οπότε τίποτε βλαβερό δεν θα εισέλθει σ’ αυτήν, ακόμη και αν ολόκληρο το στίφος τής κακίας παραταχθεί απέναντί της.

164.

Μην περιβάλλεις την οικία σου με πίνακες και με ζωγραφιές, αλλά διακόσμησέ την με σωφροσύνη, γιατί το πρώτο είναι αλλοίωση και πρόσκαιρη γοητεία των οφθαλμών, ενώ το δεύτερο είναι σύμφυτο και ανεξάλειπτο και αιώνιο κόσμημα τής οικίας.

165.

Αντί γιά αγέλη βοδιών, προσπάθησε να συγκεντρώσεις αγέλες φίλων στην οικία σου.

166.

Όπως ακριβώς ο λύκος ομοιάζει με τον σκύλο, έτσι και ο κόλακας, ο μοιχός και ο παράσιτος ομοιάζει με τον φίλο, οπότε πρόσεχε να μην κάνεις λάθος και δεχτείς στην οικία σου καταστροφικούς λύκους αντί γιά φύλακες σκύλους.

167.

Το να επιδιώκεις να θαυμάζεται η οικία σου, λευκαίνοντάς την με γύψο, είναι χαρακτηριστικό τού ακαλαίσθητου ανθρώπου, ενώ το να λαμπρύνεις το ήθος σου με την κοινωνική χρηστότητα είναι χαρακτηριστικό καλαίσθητου και συνάμα φιλάνθρωπου ανθρώπου.

168.

Εάν θαυμάζεις τα μικρά περισσότερο από τα μεγάλα, θα καταφρονηθείς, ενώ εάν καταφρονήσεις τα μικρά, πολύ θα θαυμαστείς.

169.

Τίποτε δεν είναι μικρότερο από την φιληδονία και την φιλοκέρδεια και την αλαζονεία. Τίποτε δεν είναι μεγαλύτερο από την μεγαλοψυχία και την πραότητα και την φιλανθρωπία.

170.

Κανείς φιλοχρήματος και φιλήδονος και φιλόδοξος δεν είναι φιλάνθρωπος, παρά μόνον ο φιλόκαλος.

171.

Όπως ακριβώς δεν θα επιθυμούσες να ταξιδέψεις με πλοίο μεγάλο και κομψό και πολύχρυσο, και να βυθιστείς, έτσι να μην προτιμάς να διαμένεις σε υπερμεγέθη και πολυτελή οικία, και να κακοπαθαίνεις.

.

.

Τὸ τρίτο καὶ τελευταῖο μέρος τοῦ βιβλίου μπορεῖτε νὰ τὸ διαβάσετε ἐδῶ

 

.

.

Σχολιάστε