h1

ΕΤΣΙ ΠΗΡΑΜΕ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (26 Οκτωβρίου 1912)

26/10/2011

.

.

.

γράφειο ο Κωνσταντίνος Ε. Νούσκας

Υποστράτηγος Ε. Α.

 .

.

ΣΤΙΣ 5 Οκτωβρίου 1912 η Ελλάδα και οι σύμμαχοί της Βουλγαρία, Σερβία και Μαυροβούνιο, κηρύσσουν τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αρχίζουν οι εχθροπραξίες σ’ όλα τα μέτωπα.

Ο Ελληνικός Στρατός με Αρχιστράτηγο τον Διάδοχο Κωνσταντίνο, εξορμά από την Μέλουνε προς το Σαραντάπορο, δίδει εκεί σκληρές μάχες, ανατρέπει τους Τούρκους και αφού καταλαμβάνει πολλές πόλεις της Δυτικής Μακεδονίας κατευθύνεται προς Βορρά, εκεί όπου πρωτάρχισε ο Μακεδονικός αγώνας, εκεί οπού υπήρχε συμπαγής Ελληνισμός, προς το Ελληνικότατο Μοναστήρι και την Ελληνική Πελαγωνία.

Ο Πρωθυπουργός όμως της Ελλάδος Ελευθέριος Βενιζέλος, την ίδια στιγμή είχε ανησυχητικές πληροφορίες από διπλωματικές πηγές, για τον Βουλγαρικό στρατό. Οι Βούλγαροι κινούνταν χωρίς να συναντήσουν σοβαρή τουρκική αντίσταση, ακάθεκτοι προς τη Θεσσαλονίκη.

Ο Ελληνικός Στρατός έπρεπε να εγκαταλείψει το Μοναστήρι και να στραφεί προς την Θεσσαλονίκη, πού περνούσε στιγμές θανάσιμης αγωνίας. Η διαταγή του Πρωθυπουργού της Ελλάδος προς τον Αρχιστράτηγο του Ελληνικού Στρατού ήταν σαφής και κατηγορηματική: «Ολοταχώς προς ανατολάς. Καταλάβατε την Θεσσαλονίκη».

Και η Διαταγή αυτή εκτελέσθηκε αμέσως. Μετά από κοπιώδεις πορείες και μετά από την σκληρή και φονική μάχη των Γιαννιτσών, ο Ελληνικός Στρατός έφθασε στα πρόθυρα της Θεσσαλονίκης την 25η Οκτωβρίου 1912.

Αλλά ας σταματήσουμε την περιγραφή της απελευθερώσεως της Θεσσαλονίκης από τον Ελληνικό Στρατό και ας δώσουμε τον λόγο σε πέντε (5) αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων της εποχής εκείνης. Σε δύο Επιτελείς του Αρχιστρατήγου Διαδόχου Κωνσταντίνου, σε δύο ξένους Δημοσιογράφους, έναν Γάλλο και έναν Άγγλο και σ’ ένα ανώνυμο κάτοικο της Θεσσαλονίκης.

Ο Λοχαγός Ιωάννης Μεταξάς Επιτελής του Διαδόχου Κωνσταντίνου, από τους πρωτεργάτες των γεγονότων και ο Πρωθυπουργός του κοσμοϊστορικού «ΟXΙ» το 1940, σε επιστολή του προς την γυναίκα του με ημερομηνία 29 Οκτωβρίου 1912 έγραφε μεταξύ των άλλων και τα ακόλουθα:

«Πόσο θα σου φαίνεται παράξενο να λαμβάνεις γράμμα μου από την Θεσσαλονίκη! Σήμερα είναι η πρώτη ημέρα πού ησύχασα και ανεπαύθην. Το τι τράβηξα αυτές τις ημέρας δεν φαντάζεσαι. Στας 25 εφύγαμεν από το Κιρδζαλάρ από οπού σου είχα γράψει. Το βράδυ είμεθα εις Τοπτσίν, ο στρατός διέβη τον Αξιό. Δυσκολίαι μεγάλοι, τας οποίας υπερέβημεν όλας. Το βράδυ ήλθαν εις το Στρατηγείον Τούρκοι απεσταλμένοι προτείνοντες την παράδοσιν του στρατού και της πόλεως. Ο Διάδοχος ανέθεσεν εις τον Δούσμανην (Ταγματάρχην του Επιτελείου) και εις εμέ να διαπραγματευθώμεν. Τους εζητήσαμεν καί το Καραμπουρνού. Δεν εδέχθησαν και την άλλην ημέραν εκινήσαμεν προς μάχην. Είχα κάμει την διαταγή της μάχης και το απόγευμα της 26ης ήσαν κυκλωμένοι. Προτού όμως αρχίσει το πυρ, έστειλαν πάλιν απεσταλμένους και εδέχθησαν όλους τους όρους μας. Μετέβημεν νύκτα ο Δούσμανης και εγώ εις Θεσσαλονίκη και διεπραγματεύθημεν με τον Τούρκο Αρχιστράτηγο την παράδοσιν του στρατού του, της πόλεως και του Καραμπουρνού, και υπεγράψαμεν το πρωτόκολλον. Συγκινητική στιγμή! Εγυρίσαμεν αμέσως νύκτα…. Είχον σπεύσει και οι Βούλγαροι με ολίγον στρατόν αλλά δεν πρόφθασαν. Μάλιστα με έστειλαν να τους σταματήσω και αυτοί έκαμαν πώς δεν με είδαν και με άρχισαν στις τουφεκιές, εσφύριζαν πλήθος ολόγυρά μου, τόσον πού ηναγκάσθην να γυρίσω. Τέλος τους εσταματήσαμεν. Αλλά στάζει φαρμάκι η μύτη τους…»

.

.

Συνέχεια στο κείμενο ΕΔΩ

.

.

.

Σχολιάστε